- ανίοχος
- ἀνίοχος, ὁ (Α)δωρ. ηνίοχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁνίοχος — ἁ̱νίοχος , ἡνίοχος one who holds the reins masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηνίοχος — (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαίριου, που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Καμηλοπάρδαλης, του Περσέα, του Ταύρου, των Διδύμων και του Λυγκός. Κύριοι αστέρες του Η. είναι ο ε, δίδυμος αστέρας μεγέθους 3 που απέχει περίπου 3.400… … Dictionary of Greek